τιτανούχος

τιτανούχος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που περιέχει τίτανο, ασβέστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίτανος «γύψος». Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Πετρούλια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”